κράβατος

κράβατος
κράββατος
grabattus
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κράβατος — και κράββατος, ο (AM κράβατος και κράβαττος και κράβακτος, Α και κράββατος) ανάκλιντρο, κρεβάτι, ιδίως χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ) νεοελλ. μσν. φέρετρο αρχ. όργανο βασανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • GRABATUR — apud Mart. l. 6. Epigr. 39. cuius Epigraphe in Cinnam. v. 4. Sed in grabatis tegetibusque concepti. Idem l. 4. Epigr. 53. cuius Epigraphe ad Cosmum v. 5. Cerea quem nudi tegit nxor abolla grabati. Graece κράβατος, lectus est pensilis, παρὰ τὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κράβακτον — κράβακτον, τὸ (Μ) κράβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κράβακτος — κράβακτος, ὁ (AM) βλ. κράβατος …   Dictionary of Greek

  • κράββατος — κράββατος, ὁ (Α) βλ. κράβατος …   Dictionary of Greek

  • κραβάτιον — κραβάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κράβατος* …   Dictionary of Greek

  • κραβατάλιον — κραβατάλιον, τὸ (Α) το κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβατος + κατάλ. άλιον] …   Dictionary of Greek

  • φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π στο διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”